κλινῶν

κλινῶν
κλῑνῶν , κλίνη
that on which one lies
fem gen pl
κλῐνῶν , κλίνω
sráyati
fut part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλίνων — κλί̱νων , κλίνω sráyati pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAMERA — I. CAMERA Apostolica, Pontificis thesaurus est, et Patriarchium aliquando dicitur. Unde autem sumebat ea, quae ad usum sui corporis erant necessaria? Dicit Beatus manifeste de Patriarchio Romano, etc. Nescitis Ecclesiam Romanam? Dico enim vobis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCOLIUM — Graece Σκολιὸν, subintellige μέλος, genus Carminis apud Graecos convivalis. Quamvis enim Socrates apud Platonem in Protagora, Musicae usum in conviviis improber illamque Euripides funeribus magis convenire, ad luctum mitigandum, asserat, tamen et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιώρηση — η (Α αἰώρησις) το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα νεοελλ. 1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση τού σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο 2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την… …   Dictionary of Greek

  • ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ …   Dictionary of Greek

  • κλινοκοσμώ — κλινοκοσμῶ, έω (Α) 1. τακτοποιώ τα ανάκλιντρα για το δείπνο 2. μτφ. μιλώ διαρκώς για την τακτοποίηση τών δειπνητικών κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κοσμῶ (< κόσμος)] …   Dictionary of Greek

  • κλινοπήγιον — κλινοπήγιον, τό (Α) εργαστήριο κατασκευής κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πήγιον (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηρο πήγιον, ναυ πήγιον] …   Dictionary of Greek

  • κλινοπηγία — κλινοπηγία, ἡ (Α) [κλινοπηγός] η κατασκευή κλινών …   Dictionary of Greek

  • κλινοποιική — κλινοποιϊκή, ἡ (Α) [κλινοποιός] (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής κλινών …   Dictionary of Greek

  • κλινοπώλιον — κλινοπώλιον, τὸ (Α) κατάστημα πωλήσεως κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πώλιον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. αρτο πώλιον, κρεω πώλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”